κατάστημα — condition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστημα — το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα) νεοελλ. 1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων 2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο 3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμός… … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
καταστημάτων — κατάστημα condition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήμασι — κατάστημα condition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήμασιν — κατάστημα condition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήματα — κατάστημα condition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήματι — κατάστημα condition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήματος — κατάστημα condition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βολάρ, Αμπρουάζ — (Ambroise Vollard, Νησί της Ένωσης, Μασκαρένιας 1865 – Παρίσι 1939). Γάλλος έμπορος έργων τέχνης, εκδότης και συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μετά τις νομικές σπουδές του εργάστηκε στο κατάστημα έργων τέχνης Καλλιτεχνική Ένωση (Union… … Dictionary of Greek